κενέβρεια

κενέβρεια
κενέβρειος
carrion
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κενέβρειος — κενέβρειος, ον (Α) 1. (για ζώα) νεκρός, ψόφιος 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) τα κενέβρεια α) πτώματα, θνησιμαία, ψοφίμια β) η αγορά όπου πωλούνταν θνησιμαίο κρέας για τα σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πολύ αμφβλ. η σύνδεσή του με το κινάβρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”